.

.

Δευτέρα 19 Δεκεμβρίου 2016


Εἶναι παραμονὴ Χριστουγέννων. Βράδυ καὶ τὸ κρύο ἔξω εἶναι τσουχτερό. Τὸ χιόνι σὰν ἄσπρο σεντόνι σκεπάζει τοὺς δρόμους τοῦ χωριοῦ καὶ τὰ γύρω βουνά. Ὁ πατέρας καὶ ἡ μητέρα πῆγαν στὴν ἐκκλησία. Τὰ παιδιὰ εἶναι λυπημένα, γιατὶ δὲν πῆγαν κι ἐκεῖνα. Τότε ἡ γιαγιά, γιὰ νὰ διώξη τὴ στενοχώρια τῶν παιδιῶν, ἄρχισε νὰ τοὺς λέη τὴ χριστουγεννιάτικη ἱστορία.
– Μιὰ φορά, ξεκίνησε ἕνας φτωχὸς ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν καλύβα του νὰ βρῆ φωτιά. Γύριζε ἀπὸ πόρτα σὲ πόρτα, χτυποῦσε νὰ τοῦ ἀνοίξουν κι ἔλεγε:
– Βοηθῆστε με, καλοί μου ἄνθρωποι! Ἡ γυναίκα μου γέννησε ἕνα παιδάκι… Πρέπει ν’ ἀνάψω φωτιά, γιὰ νὰ ζεστάνω κι αὐτὴ καὶ τὸ μωρό. Μὰ ἦταν νύχτα. Ὅλοι κοιμόνταν κλεισμένοι στὰ σπίτια τους καὶ κανένας δὲν ἔδινε ἀπάντηση στὰ παρακάλια του. Ὁ ἄνθρωπος ὅλο καὶ προχωροῦσε καὶ ξεμάκραινε ἀπὸ τὴ φτωχή του καλύβα.
Κάποτε εἶδε μακριὰ ἕνα μικρό φῶς. Ὅλος χαρά, πὼς θάβρισκε πιὰ φωτιά, κίνησε κατὰ κεῖ. Ὅταν πλησίασε, εἶδε πὼς ἦταν μιὰ μεγάλη φωτιὰ κι ὁλόγυρά της ἦταν ξαπλωμένα ἕνα κοπάδι ἄσπρα πρόβατα.
Τὸ κοπάδι τὸ φύλαγε ἕνας γεροβοσκός.
Κι ὁ ἄνθρωπος ποὺ χρειαζόταν τὴ φωτιά, πλησίασε τὰ πρόβατα καὶ εἶδε, πὼς στὰ πόδια τοῦ βοσκοῦ ἦταν ξαπλωμένα τρία μεγάλα σκυλιά.
Ὅταν πλησίασε ὁ ἄνθρωπος τὰ σκυλιά, ἐκεῖνα ξύπνησαν κι ἄνοιξαν τὰ μεγάλα τους στόματα, γιὰ νὰ γαβγίσουν. Μὰ ἡ φωνή τους παράλυσε στὸ στόμα τους καὶ κανένα γάβγισμα δὲν τάραξε τὴ νυχτερινὴ ἡσυχία.
Τότε ὁ ἄνθρωπος εἶδε, πὼς ἀνασηκώθηκε ἡ τρίχα τους, πὼς γυάλισαν τὰ δόντια τους καὶ πὼς ρίχτηκαν ἐπάνω του. Ἔνιωσε πὼς ἕνα σκυλὶ τὸν ἅρπαξε ἀπὸ τὰ γόνατα, τ’ ἄλλο ἀπὸ τὸ χέρι καὶ τὸ τρίτο κρεμάστηκε ἀπὸ τό λαιμό του. Μὰ τὰ δόντια τους ἔμειναν παράλυτα καὶ τὰ σκυλιά, χωρὶς νὰ τοῦ κάνουν κανένα κακό, τραβήχτηκαν.
Τότε ὁ ἄνθρωπος ἔκαμε νὰ πλησιάση στὴ φωτιά, μὰ τὰ πρόβατα στριμώχτηκαν τὸ ἕνα κοντὰ στό ἄλλο, τόσο πολύ, ποὺ δὲν εἶχε ποῦ νὰ πατήση. Τότε κι αὐτὸς ἄρχισε νὰ πατάη στὶς πλάτες τους, μὰ κανένα ἀπὸ τὰ πρόβατα οὔτε κουνήθηκε,οὔτε ξύπνησε.
Τότε ὁ Γιαννάκης ρώτησε:
– Γιατί, γιαγιά, τὰ πρόβατα ἐξακολούθησαν ἥσυχα τὸν ὕπνο τους, ἀφοῦ ξέρομε πόσο δειλὰ εἶναι;
– Ἔχε λίγη ὑπομονὴ καὶ θὰ τὸ μάθης, εἶπε ἡ γιαγιὰ κι ἐξακολούθησε τὴ διήγησή της:
– Ὅταν ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς πλησίασε σχεδὸν τὴ φωτιά, ὁ βοσκὸς σήκωσε τὸ κεφάλι του.
Ἦταν ἕνας κατσουφιασμένος γέρος, παράξενος καὶ σκληρὸς καὶ μιλοῦσε ἀπότομα σὲ ὅλους. Ὅταν εἶδε τὸν ἄγνωστο, ποὺ πλησίαζε, ἔριξε ἐπάνω του τὴ μακριά του γκλίτσα, ποὺ ἦταν στὴν ἄκρη μυτερή. Μὰ ἡ γκλίτσα λοξοδρόμησε κι ἔπεσε μὲ πολὺ κρότο στὴ γῆ, χωρὶς νὰ βλάψη τὸν ἄγνωστο.
Ἡ γιαγιὰ ἤθελε νὰ ἐξακολουθήση, μὰ ὁ Κωστάκης τώρα μὲ τὴν ἀράδα του τὴ ρώτησε: – Μὰ γιατί, γιαγιά, δὲν τὸν πέτυχε ἡ γκλίτσα; Μὰ ἡ γιαγιά, χωρὶς νὰ προσέξη τὴν ἐρώτηση τοῦ Κωστάκη, ἐξακολούθησε:
– Τότε ὁ ἄγνωστος πλησίασε τὸ βοσκὸ καὶ τοῦ εἶπε:
– Καλέ μου ἄνθρωπε, βοήθησέ με καὶ δῶσε μου λίγη φωτιά. ῾Η γυναίκα μου γέννησε καὶ πρέπει ν’ ἀνάψω φωτιὰ νὰ ζεσταθῆ κι αὐτὴ καὶ τὸ μωρό.
Ὁ βοσκὸς θέλησε νὰ τοῦ ἀρνηθῆ. Θυμήθηκε ὅμως, πὼς τὰ σκυλιὰ δὲν μπόρεσαν νὰ τὸν δαγκάσουν, τὰ πράβατα δὲν τὸν φοβήθηκαν καὶ δὲν σκορπίστηκαν καὶ πὼς ἡ μαγκούρα του δὲν τὸν πέτυχε καὶ δείλιασε. Δὲν τόλμησε λοιπὸν νὰ ἀρνηθῆ στὸν ἄγνωστο.
– Πάρε ὅση φωτιὰ θέλεις! εἶπε ὁ βοσκός.
Μὰ ἡ φωτιὰ εἶχε χωνέψει πιὰ καὶ δὲν εἶχε κανένα μακρὺ ξύλο ἢ κλαδί. Ἦταν μονάχα ἕνας μεγάλος σωρὸς ἀπὸ ἀναμμένα κάρβουνα. Καὶ ὁ ἄγνωστος δὲν εἶχε οὔτε φτυάρι, οὔτε κανέναν τενεκέ, οὔτε τίποτ’ ἄλλο, γιὰ νὰ τὰ βάλη καὶ νὰ τὸν πάη σπίτι του.
Ὁ βοσκός, ποὺ τόνιωσε αὐτό, τοῦ ξαναεῖπε:
– Πάρε ὅση φωτιὰ θέλεις καὶ ἀπὸ μέσα του χαιρόταν, πὼς δὲ θὰ μπορέση νὰ πάρη φωτιά.
Μὰ ὁ ἄγνωστος ἔσκυψε, παραμέρισε μὲ τὸ χέρι του τὴ στάχτη ἀπὸ τὰ κάρβουνα, ὕστερα ἀνασήκωσε τὴν ἄκρη ἀπὸ τὸ φόρεμά του καὶ τὰ ἔβαλε ἐκεῖ. Τί περίεργο ὅμως! Τὰ κάρβουνα, οὔτε τὰ χέρια του ἔκαιγαν, ὅταν τάπιανε, οὔτε τώρα τὸ φόρεμά του. Τὰ πήγαινε σπίτι του, σὰ νὰ μὴν ἦταν ἀναμμένα κάρβουνα, ἀλλὰ μῆλα ἢ καρύδια.
Ἐδῶ γιὰ τρίτη φορὰ τὰ παιδιὰ ρώτησαν τὴ γιαγιά:
– Μὰ γιατί, γιαγιά, δὲν τὸν ἔκαψαν τὰ κάρβουνα;
– Τώρα θὰ ἰδῆτε γιατί, περιμένετε! Εἶπε ἡ γιαγιὰ κι ἐξακολούθησε.
Ὅταν εἶδε αὐτὰ ὁ κακὸς βοσκός, ἀπόρησε.
– Μὰ τί νύχτα εἶναι αὐτή, συλλογίστηκε, ποὺ τ’ ἀγριόσκυλα δὲ δαγκάνουν, τὰ πρόβατα δὲν τρομάζουν, ἡ γκλίτσα δὲν πληγώνει καὶ τὰ κάρβουνα δὲν καῖνε;
Σταμάτησε τὸν ἄγνωστο καὶ τὸν ρώτησε:
– Τί νύχτα εἶναι ἡ σημερινὴ καὶ γιατί ὅλα ἔχουν τόση καλοσύνη γιὰ σένα;
– Ἄν δὲν τὸ βλέπεις μόνος σου, δὲν μπορῶ ἐγὼ νὰ σοῦ ἐξηγήσω, ἀποκρίθηκε ὁ ἄγνωστος, καὶ τράβηξε τὸ δρόμο του, γιὰ νὰ προφτάση νὰ ζεστάνη τὴ γυναίκα του καὶ τὸ βρέφος.
Ὁ βοσκὸς ἀποφάσισε ν᾽ ἀκολουθήση τὸν ἄγνωστο καὶ νὰ μάθη τί σημαίνουν ὅλα αὐτά. Πήγαινε λοιπὸν ἀπὸ πίσω του, ὥσπου ὁ ἄγνωστος ἔφτασε στὴν καλύβα του.
Εἶδε τότε ὁ βοσκός, πὼς ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς δὲν εἶχε οὔτε καλύβα καὶ πὼς ἡ γυναίκα του καὶ τὸ μωρὸ ἦταν ξαπλωμένοι μέσα σὲ μιὰ γυμνὴ σπηλιά, ποὺ δὲν εἶχε τίποτ’ ἄλλο ἀπὸ τοὺς τέσσερεις γυμνοὺς τοίχους. Ὁ βοσκὸς σκέφτηκε τότε, πὼς τὸ μικρὸ καὶ ἀθῶο βρέφος θὰ πάγωνε μέσα στὴ σπηλιὰ κι ἂν καὶ ἡ καρδιά του ἦταν σκληρή, τὸ λυπήθηκε. Ξεκρέμασε τότε τὸ σακούλι, ποὺ εἶχε κρεμασμένο στὸν ὦμο του, ἔβγαλε μιὰ κάτασπρη μαλακὴ προβιὰ καὶ τὴν ἔδωσε στὸν ἄγνωστο νὰ τὴ στρώση κάτω ἀπὸ τὸ παιδάκι.
Ἐκείνη τὴ στιγμή, ποὺ αὐτὸς ὁ σκληρὸς ἄνθρωπος ἔνιωσε συμπόνια γιὰ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους κι ἔκαμε μιὰν ἐλεημοσύνη, ἄνοιξαν τὰ μάτια του. Εἶδε αὐτά, ποὺ πρὶν δὲν μποροῦσε νὰ ἰδῆ κι ἄκουσε ἐκεῖνο, ποὺ πρὶν δὲν μποροῦσε ν’ ἀκούση.
Εἶδε, πὼς ὁλόγυρα ἦταν ἄγγελοι μ᾽ ἀσημένιες φτεροῦγες καὶ πὼς στὰ χέρια τους κρατοῦσαν κιθάρες. Κι ἄκουσε ποὺ ἔψαλλαν, πὼς τὴ νύχτα ἐκείνη γεννήθηκε ὁ Σωτὴρας τοῦ κόσμου.
Τὸτε κατάλαβε ὁ βοσκός, γιατί τὴ νύχτα ἐκείνη δὲν μποροῦσε κανένας νὰ κάμη κακὸ στὸν ἄγνωστο.
Ἔπειτα εἶδε ὁ βοσκός, πὼς ἄγγελοι ἦταν παντοῦ. Κάθονταν στὴ σπηλιά, κατέβαιναν ἀπ᾽ τὸ βουνό, πετοῦσαν στὸν οὐρανό, περπατοῦσαν πολλοὶ μαζὶ στοὺς δρόμους, σταματοῦσαν στὴν εἴσοδο τῆς σπηλιᾶς καὶ κοίταζαν τὸ βρέφος. Παντοῦ ἦταν σκορπισμένη ἡ χαρά, τὸ τραγούδι καὶ μιὰ λεπτὴ ψαλμωδία. Κι ὅταν ὁ βοσκὸς στὴ σκοτεινὴ ἐκείνη νύχτα εἶδε κι ἄκουσε, ὅσα πρὶν οὔτε ἔβλεπε οὔτε ἄκουε, ἔνιωσε μεγάλη χαρά, ποὺ ἄνοιξαν τὰ μάτια του καὶ γονάτισε κι εὐχαρίστησε τὸ Θεό.
Τότε κι ὁ Γιαννάκης, ποὺ ἡ γιαγιὰ πιὰ σταμάτησε τὴ διήγησή της, εἶπε:
– Τώρα, γιαγιά, κατάλαβα κι ἐγώ, γιατί ἐκείνη τὴ νύχτα τὰ σκυλιὰ δὲ δάγκωναν, τὰ πρόβατα δὲν ξυπνοῦσαν ἀπὸ τὸ φόβο τους, ἡ γκλίτσα δὲν πλήγωνε καὶ τὰ κάρβουνα δὲν ἔκαιαν. Εἶχαν ὅλα τὴν καλοσύνη τοῦ Χριστούλη μας, γιατὶ τὸ μωρό, ποὺ γεννήθηκε ἐκείνη τὴ νύχτα, ἦταν ὁ Χριστός!
῎Ε, γιαγιάκα;
– Ναί, παιδάκια μου, εἶπε ἡ γιαγιὰ καὶ φίλησε τὰ ἐγγονάκια της. ᾽Ελᾶτε τώρα καὶ σεῖς στὰ κρεβατάκια σας νὰ κοιμηθητε

Regina Reginant
Γράψτε ένα σχόλιο...

Τετάρτη 9 Νοεμβρίου 2016

Plomári
ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΤΟΥ ΤΟΠΟΥ ΜΑΣ ΠΟΥ ΜΕ ΣΕΒΑΣΜΟ ΔΑΤΗΡΟΥΜΕ!!!!! ΠΟΣΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΑΛΗΘΕΙΑ ΔΕΝ ΗΠΙΑΝ ΤΟ ΚΑΦΕΔΑΚΙ ΤΟΥΣ ΤΟ ΟΥΖΑΚΙ ΤΟΥΣ ΔΕΝ ΠΕΡΑΣΑΝ ΟΜΟΡΦΕΣ ΩΡΕΣ ΜΕ ΤΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΣΤΗΝ ΜΕΓΑΛΗ ΑΙΘΟΥΣΑ ΤΟΥ ΚΑΙ ΠΟΣΕΣ ΚΥΡΙΕΣ ΕΒΑΛΑΝ ΤΟΥΑΛΕΤΑ ΚΑ ΨΗΛΟΤΑΚΟΥΝΟ ΚΑΙ ΠΗΓΑΝ ΝΑ ΣΤΡΙΜΩΧΤΟΥΝ ΣΤΗΝ ΟΥΡΑ ΓΙΑ ΝΑ ΜΠΟΥΝ ΣΤΗΝ ΑΙΘΟΥΣΑ ΝΑ ΔΟΥΝ ΤΗ......"ΠΟΛΕΤΑ" ΜΙΑ ΘΕΑΤΡΙΝΟΥΛΑ ΚΟΥΚΛΑ!!!!! ( ΗΤΑΝ.....ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΙ ΟΛΟΙ ΟΙ ΝΕΑΡΟΙ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ) ΝΑ ΠΑΙΖΕΙ ΜΕ ΟΛΟ ΤΟ ΘΙΑΣΟ ΤΟΥΣ ΤΗ "ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟΥ ΔΡΟΜΟΥ" ΚΑ ΠΟΛΛΑ ΑΛΛΑ ΚΑΛΑ ΕΡΓΑ!!!!! ΕΚΕΙ ΜΕΣΑ ΜΑΘΑΜΕ ΤΙ ΠΑ ΝΑ ΠΕΙ ΘΕΑΤΡΟ!!!
ΕΝΑ ΚΟΣΜΗΜΑ ΓΙΑ ΤΟ ΤΟΠΟ ΜΑΣ ΠΟΥ ΤΟ ΣΕΒΑΣΤΗΚΕ Ο ΧΡΟΝΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΤΟ ΦΡΟΝΤΙΣΑΝ!!!!
ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ " ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΙΟ" ΠΑΡΜΕΝΟ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ (ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΗ) ΠΟΥ ΤΟ ΔΩΡΙΣΕ ΣΤΟΝ ΤΟΠΟ ΜΑΣ

Δευτέρα 7 Νοεμβρίου 2016

Οδηγιες

Μια πολύ νόστιμη και κλασική συνταγή για να φτιάξεις ΨΑΡΙΑ ΣΤΗ ΣΧΑΡΑ  τα οποία τα ψήνεις και τα σερβίρεις με λαδολέμονο.
 1 κιλό ψάρια ιδανικό για ψητό είναι το Φαγκρί η Τσιπούρα τα Λυθρίνια τα Μελανούρια αλλά και τα Μπαρμπούνια έχουν πρώτη θέση και οι ταπεινές σαρδελίτσες ώμος  είναι πολύ νόστιμες και ωφέλιμες υπάρχουν και άλλα ψάρια που τα ψήνουν σε φέτες εμένα μου φαίνεται ότι αυτά στεγνώνουν εκτός αν είναι πολύ λιπαρά. Το ψάρι αν είναι μεγάλο αφού πρώτα το καθαρίσουμε από τα λέπια (παλιά επειδή τα έψηναν στα κάρβουνα δεν τους έβγαζαν τα λέπια μάλλον για να μην χάνουν τους χυμούς τους  και για να μη κολλάνε στη σχάρα δεν θυμάμαι όταν τα τρώγαμε να καταλαβαίναμε ότι υπήρχε λέπι. Αφού βγάλουμε τα βρόχια τους  όχι από το στόμα του ψαριού αλά από εκεί που αρχίζει το κεφάλι του, μετ με ενα μυτερό μαχαίρι το σκίζουμε από το πλάι και από εκει τραβάμε τα εντόσθια μετα το βζουμε κάτω από τη βρύση ανοίγουμε με το χέρι μας το σημείο που ήταν τα βρόχια και το νερο βγαίνει τα απο τη σκισμή που κάναμε και παρασύρει τον άμμο και τα πετραδάκια αν υπάρχουν κόβουμε τα πτερύγια και λίγο την ουρά του το αλατοπιπερόνουμε και από τις δυο πλευρές α ν θέλουμε βάζουμε κι ένα κλαδάκι δεντρολίβανο μεσα στη κοιλιά του αλείβομαι τη σκάρα αφου πρωτα την έχουμε κάψει  με ένα κομμάτι λαδωμένο χαρτι κουζίνας για να μη κολλήσει το ψαρι η τα ψαρια αυτό το κάνουμε σε όπιο είδος ψαριών ψήνουμε αν δε το ψαρι είναι πολύ χοντρό στο στήθος το χαράζουμε λιγο   γιατί καμιά φορά μένει κόκκινο κοντά στο κόκαλο.
  ΓΙΑ ΤΟ ΛΑΔΟΛΕΜΟΝΟ  1/2 φλιτζάνι τσαγιού λάδι 2 λεμόνια μια κουταλιά της σούπας νερό  1 κουταλάκι ρίγανη τα χτυπάμε και όπως είναι αχνιστό το ψάρι η τα ψάρια τα περιχύνουμε  

Σάββατο 29 Οκτωβρίου 2016

Σουγάνια η κρεμυδοντολμάδες

Υλικά Συνταγής

  • 8 κρεμμύδια ξερά ωοειδή
  • Για τη γέμιση
  • 2 ξερά κρεμμύδια πολύ ψιλοκομμένα
  • 1/2 κιλό κιμά μοσχαρίσιο
  • 1½ φλ. ρύζι Καρολίνα
  • 1 ντομάτα ώριμη
  • 2 κ.σ. μαϊντανό
  • 1 κ.γλ. κύμινο
  • 1 φλ. ελαιόλαδο
  • Για το αυγολέμονο
  • 2 αυγά
  • 1 μεγάλο λεμόνι
  • 1 κ.γλ. κορν φλάουρ 

    Εκτέλεση

    Καθαρίζουμε τα κρεμμύδια και τα χαράζουμε ως τη μέση με κάθετη τομή. Τα βράζουμε σε αλατισμένο νερό για 10΄-15΄, ώσπου ν’ ανοίξουν ελαφρά και να χωρίζουν τα ντύματα του κρεμμυδιού. Τα βγάζουμε με τρυπητή κουτάλα και τα αφήνουμε να κρυώσουν για να μπορούμε να τα πιάσουμε. Αφού κρυώσουν, αρχίζουμε να ξεντύνουμε ένα ένα κρεμμύδι (όσα ντύματα έχει κάθε κρεμμύδι τόσους ντολμάδες μας δίνει).
    Σε μπολ βάζουμε τα υλικά της γέμισης: ξερό κρεμμύδι, κιμά, ρύζι, τριμμένη ντομάτα, μαϊντανό, κύμινο και το μισό ελαιόλαδο. Αλατοπιπερώνουμε και ζυμώνουμε πολύ καλά τα υλικά.
    Γεμίζουμε ένα ένα κρεμμυδόφυλλο και το τυλίγουμε σε ντολμά. Τοποθετούμε τα σουγάνια με την ένωση προς τα κάτω στην κατσαρόλα σε σειρές κοντά κοντά. Αφού τελειώσουμε με όλα τα υλικά, μπήγουμε στην κατσαρόλα τις καρδιές των βρασμένων κρεμμυδιών, περιχύνουμε με το υπόλοιπο ελαιόλαδο και καλύπτουμε τους ντολμάδες με ένα πιάτο, βάζοντάς το ανάποδα με βάρος από πάνω για να μη «χορεύουν» και ανοίξουν με το βράσιμο.
    Σκεπάζουμε τα σουγάνια με ζεστό νερό και την ώρα που θα πάρουν βράση χαμηλώνουμε τη φωτιά και σιγοβράζουμε για 30΄. Σβήνουμε τη φωτιά.
    Κάνουμε το αυγολέμονο: διαλύουμε το κορν φλάουρ στο χυμό λεμονιού. Χτυπάμε τα ασπράδια με τους κρόκους με αυγοδάρτη. Προσθέτουμε το λεμόνι με το κορν φλάουρ και λίγο λίγο αραιώνουμε με ζωμό από τα σουγάνια. Περιχύνουμε και αφήνουμε το φαγητό σε πολύ χαμηλή φωτιά να πάρει βράση

     



Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 2016

Η ΜΕΡΑ ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΣΥΝΝΕΦΙΑΣΜΕΝΗ ΟΜΩΣ, ΓΙΟΡΤΙΝΗ!!!!! ΟΙ ΣΥΝΤΟΠΙΤΕΣ ΜΟΥ ΤΗΝ ΤΙΜΟΥΝ ΔΙΑΣΚΕΔΑΖΟΥΝ ΑΚΟΥΩ ΜΟΥΣΙΚΗ  ΚΑΙ Η ΜΥΡΩΔΙΑ ΑΠΟ ΨΗΤΟ ΓΕΜΙΖΕΙ ΤΟΝ ΑΕΡΑ ΑΠΟ ΤΟ ΜΠΑΛΚΟΝΙ ΜΟΥ ΟΛΑ ΑΥΤΑ!!!!
 ΚΑΛΗ ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΗ ΣΕ ΟΛΟΥΣ!!!!!!!!!!!!!
 ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΤΟ ΧΡΟΝΟ ΞΗΜΕΡΩΝΕΙ ΑΥΤΗ Η ΙΕΡΗ ΜΕΡΑ ΠΟΥ ΑΝΑΠΤΕΡΩΝΕΙ ΤΟ ΗΘΙΚΟ ΜΑΣ ΚΑΙ ΜΑΣ ΚΑΝΕΙ ΥΠΕΡΗΦΑΝΟΥΣ