.

.

Σάββατο 29 Οκτωβρίου 2016

Σουγάνια η κρεμυδοντολμάδες

Υλικά Συνταγής

  • 8 κρεμμύδια ξερά ωοειδή
  • Για τη γέμιση
  • 2 ξερά κρεμμύδια πολύ ψιλοκομμένα
  • 1/2 κιλό κιμά μοσχαρίσιο
  • 1½ φλ. ρύζι Καρολίνα
  • 1 ντομάτα ώριμη
  • 2 κ.σ. μαϊντανό
  • 1 κ.γλ. κύμινο
  • 1 φλ. ελαιόλαδο
  • Για το αυγολέμονο
  • 2 αυγά
  • 1 μεγάλο λεμόνι
  • 1 κ.γλ. κορν φλάουρ 

    Εκτέλεση

    Καθαρίζουμε τα κρεμμύδια και τα χαράζουμε ως τη μέση με κάθετη τομή. Τα βράζουμε σε αλατισμένο νερό για 10΄-15΄, ώσπου ν’ ανοίξουν ελαφρά και να χωρίζουν τα ντύματα του κρεμμυδιού. Τα βγάζουμε με τρυπητή κουτάλα και τα αφήνουμε να κρυώσουν για να μπορούμε να τα πιάσουμε. Αφού κρυώσουν, αρχίζουμε να ξεντύνουμε ένα ένα κρεμμύδι (όσα ντύματα έχει κάθε κρεμμύδι τόσους ντολμάδες μας δίνει).
    Σε μπολ βάζουμε τα υλικά της γέμισης: ξερό κρεμμύδι, κιμά, ρύζι, τριμμένη ντομάτα, μαϊντανό, κύμινο και το μισό ελαιόλαδο. Αλατοπιπερώνουμε και ζυμώνουμε πολύ καλά τα υλικά.
    Γεμίζουμε ένα ένα κρεμμυδόφυλλο και το τυλίγουμε σε ντολμά. Τοποθετούμε τα σουγάνια με την ένωση προς τα κάτω στην κατσαρόλα σε σειρές κοντά κοντά. Αφού τελειώσουμε με όλα τα υλικά, μπήγουμε στην κατσαρόλα τις καρδιές των βρασμένων κρεμμυδιών, περιχύνουμε με το υπόλοιπο ελαιόλαδο και καλύπτουμε τους ντολμάδες με ένα πιάτο, βάζοντάς το ανάποδα με βάρος από πάνω για να μη «χορεύουν» και ανοίξουν με το βράσιμο.
    Σκεπάζουμε τα σουγάνια με ζεστό νερό και την ώρα που θα πάρουν βράση χαμηλώνουμε τη φωτιά και σιγοβράζουμε για 30΄. Σβήνουμε τη φωτιά.
    Κάνουμε το αυγολέμονο: διαλύουμε το κορν φλάουρ στο χυμό λεμονιού. Χτυπάμε τα ασπράδια με τους κρόκους με αυγοδάρτη. Προσθέτουμε το λεμόνι με το κορν φλάουρ και λίγο λίγο αραιώνουμε με ζωμό από τα σουγάνια. Περιχύνουμε και αφήνουμε το φαγητό σε πολύ χαμηλή φωτιά να πάρει βράση

     



Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 2016

Η ΜΕΡΑ ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΣΥΝΝΕΦΙΑΣΜΕΝΗ ΟΜΩΣ, ΓΙΟΡΤΙΝΗ!!!!! ΟΙ ΣΥΝΤΟΠΙΤΕΣ ΜΟΥ ΤΗΝ ΤΙΜΟΥΝ ΔΙΑΣΚΕΔΑΖΟΥΝ ΑΚΟΥΩ ΜΟΥΣΙΚΗ  ΚΑΙ Η ΜΥΡΩΔΙΑ ΑΠΟ ΨΗΤΟ ΓΕΜΙΖΕΙ ΤΟΝ ΑΕΡΑ ΑΠΟ ΤΟ ΜΠΑΛΚΟΝΙ ΜΟΥ ΟΛΑ ΑΥΤΑ!!!!
 ΚΑΛΗ ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΗ ΣΕ ΟΛΟΥΣ!!!!!!!!!!!!!
 ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΤΟ ΧΡΟΝΟ ΞΗΜΕΡΩΝΕΙ ΑΥΤΗ Η ΙΕΡΗ ΜΕΡΑ ΠΟΥ ΑΝΑΠΤΕΡΩΝΕΙ ΤΟ ΗΘΙΚΟ ΜΑΣ ΚΑΙ ΜΑΣ ΚΑΝΕΙ ΥΠΕΡΗΦΑΝΟΥΣ
Εθνικός Ύμνος Ελλάδας: Όλοι οι στίχοι.
Ο Ύμνος εις την Ελευθερίαν είναι ένα ποίημα που έγραψε
 ο Διονύσιος Σολωμός το 1823, τμήμα του οποίου αποτελεί τον εθνικό ύμνο της Ελλάδας.
Σε γνωρίζω από την κόψη του σπαθιού την τρομερή,
σε γνωρίζω από την όψη που με βία μετράει τη γη.
Απ' τα κόκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά,
και σαν πρώτα ανδρειωμένη, χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!
Εκεί μέσα εκατοικούσες πικραμένη, εντροπαλή,
κι ένα στόμα εκαρτερούσες, «έλα πάλι», να σου πεί.
'Αργειε νάλθει εκείνη η μέρα κι ήταν όλα σιωπηλά,
γιατί τά 'σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά.
Δυστυχής! Παρηγορία μόνη σού έμενε να λές
περασμένα μεγαλεία και διηγώντας τα να κλαις.
Κι ακαρτέρει κι ακαρτέρει φιλελεύθερη λαλιά
το ένα εκτύπαε τ' άλλο χέρι από την απελπισιά
Κι έλεες: «Πότε, α, πότε βγάνω το κεφάλι από τσ' ερμιές;».
Και αποκρίνοντο από πάνω κλάψες, άλυσες, φωνές.
Τότε εσήκωνες το βλέμμα μες στα κλάιματα θολό,
και εις το ρούχο σου έσταζ' αίμα πλήθος αίμα ελληνικό.
Με τα ρούχα αιματωμένα ξέρω ότι έβγαινες κρυφά
να γυρεύεις εις τα ξένα άλλα χέρια δυνατά.
Μοναχή το δρόμο επήρες, εξανάλθες μοναχή·
δεν είν' εύκολες οι θύρες εάν η χρεία τες κουρταλεί.
'Αλλος σου έκλαψε εις τα στήθια, αλλ' ανάσαση καμμιά·
άλλος σου έταξε βοήθεια και σε γέλασε φρικτά.
΄Αλλοι, οϊμέ, στη συμφορά σου οπού εχαίροντο πολύ,
«σύρε νά 'βρεις τα παιδιά σου, σύρε», έλεγαν οι σκληροί.
Φεύγει οπίσω το ποδάρι και ολογλήγορο πατεί
ή την πέτρα ή το χορτάρι που τη δόξα σού ενθυμεί.
Ταπεινότατη σου γέρνει η τρισάθλια κεφαλή,
σαν πτωχού που θυροδέρνει κι είναι βάρος του η ζωή.
Εθνικός Ύμνος Ελλάδας: Όλοι οι στίχοι.
Ο Ύμνος εις την Ελευθερίαν είναι ένα ποίημα που έγραψε ο Διονύσιος Σολωμός το 1823, τμήμα του οποίου αποτελεί τον εθνικό ύμνο της Ελλάδας.
Σε γνωρίζω από την κόψη του σπαθιού την τρομερή,
σε γνωρίζω από την όψη που με βία μετράει τη γη.
Απ' τα κόκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά,
και σαν πρώτα ανδρειωμένη, χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!
Εκεί μέσα εκατοικούσες πικραμένη, εντροπαλή,
κι ένα στόμα εκαρτερούσες, «έλα πάλι», να σου πεί.
'Αργειε νάλθει εκείνη η μέρα κι ήταν όλα σιωπηλά,
γιατί τά 'σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά.
Δυστυχής! Παρηγορία μόνη σού έμενε να λές
περασμένα μεγαλεία και διηγώντας τα να κλαις.
Κι ακαρτέρει κι ακαρτέρει φιλελεύθερη λαλιά
το ένα εκτύπαε τ' άλλο χέρι από την απελπισιά
Κι έλεες: «Πότε, α, πότε βγάνω το κεφάλι από τσ' ερμιές;».
Και αποκρίνοντο από πάνω κλάψες, άλυσες, φωνές.
Τότε εσήκωνες το βλέμμα μες στα κλάιματα θολό,
και εις το ρούχο σου έσταζ' αίμα πλήθος αίμα ελληνικό.
Με τα ρούχα αιματωμένα ξέρω ότι έβγαινες κρυφά
να γυρεύεις εις τα ξένα άλλα χέρια δυνατά.
Μοναχή το δρόμο επήρες, εξανάλθες μοναχή·
δεν είν' εύκολες οι θύρες εάν η χρεία τες κουρταλεί.
'Αλλος σου έκλαψε εις τα στήθια, αλλ' ανάσαση καμμιά·
άλλος σου έταξε βοήθεια και σε γέλασε φρικτά.
΄Αλλοι, οϊμέ, στη συμφορά σου οπού εχαίροντο πολύ,
«σύρε νά 'βρεις τα παιδιά σου, σύρε», έλεγαν οι σκληροί.
Φεύγει οπίσω το ποδάρι και ολογλήγορο πατεί
ή την πέτρα ή το χορτάρι που τη δόξα σού ενθυμεί.
Ταπεινότατη σου γέρνει η τρισάθλια κεφαλή,
σαν πτωχού που θυροδέρνει κι είναι βάρος του η ζωή.
Ναι, αλλά τώρα αντιπαλεύει κάθε τέκνο σου με ορμή,
πού ακατάπαυστα γυρεύει ή τη νίκη ή τη θανή.
Απ' τα κόκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά,
και σαν πρώτα ανδρειωμένη, χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!





Μόλις είδε την ορμή σου ο ουρανός που για τσ' εχθρούς
εις τη γη τη μητρική σου έτρεφ' άνθια και καρπούς,
εγαλήνεψε· και εχύθει καταχθόνια μια βοή,
και του Ρήγα σού απεκρίθη πολεμόκραχτη η φωνή.
΄Ολοι οι τόποι σου σ' εκράξαν χαιρετώντας σε θερμά,
και τα στόματα εφωνάξαν όσα αισθάνετο η καρδιά.
Εφωνάξανε ως τ' αστέρια του Ιονίου και τα νησιά,
κι εσηκώσανε τα χέρια για να δείξουνε χαρά,
μ' όλον πού 'ναι αλυσωμένο το καθένα τεχνικά,
και εις το μέτωπο γραμμένο έχει: «Ψεύτρα Ελευθεριά».
Γκαρδιακά χαροποιήθει και του Βάσιγκτον η γη,
και τα σίδερα ενθυμήθει που την έδεναν κι αυτή.
Απ' τον πύργο του φωνάζει, σα να λέει σε χαιρετώ,
και τη χήτη του τινάζει το λιοντάρι το Ισπανό.
Ελαφιάσθη της Αγγλίας το θηρίο, και σέρνει ευθύς
κατά τ' άκρα της Ρουσίας τα μουγκρίσματα τσ' οργής.
Εις το κίνημα του δείχνει πως τα μέλη ειν' δυνατά·
και στου Αιγαίου το κύμα ρίχνει μια σπιθόβολη ματιά.
Σε ξανοίγει από τα νέφη και το μάτι του Αετού,
που φτερά και νύχια θρέφει με τα σπλάχνα του Ιταλού·
και σ' εσέ καταγυρμένος, γιατί πάντα σε μισεί,
έκρωζ' έκρωζ' ο σκασμένος, να σε βλάψει, αν ημπορεί.
΄Αλλο εσύ δεν συλλογιέσαι πάρεξ που θα πρωτοπάς·
δεν μιλείς και δεν κουνιέσαι στες βρισιές οπού αγρικάς·
σαν το βράχο οπού αφήνει κάθε ακάθαρτο νερό
εις τα πόδια του να χύνει ευκολόσβηστον αφρό·
οπού αφήνει ανεμοζάλη και χαλάζι και βροχή
να του δέρνουν τη μεγάλη, την αιώνιαν κορυφή.
Δυστυχιά του, ω, δυστυχιά του, οποιανού θέλει βρεθεί
στο μαχαίρι σου αποκάτου και σ' εκείνο αντισταθεί.
Το θηρίο π' ανανογιέται πως του λείπουν τα μικρά,
περιορίζεται, πετιέται, αίμα ανθρώπινο διψά·
τρέχει, τρέχει όλα τα δάση, τα λαγκάδια, τα βουνά,
κι όπου φθάσει, όπου περάσει, φρίκη, θάνατος, ερμιά·
Ερμιά, θάνατος και φρίκη όπου επέρασες κι εσύ·
ξίφος έξω από τη θήκη πλέον ανδρείαν σου προξενεί.
Ιδού, εμπρός σου ο τοίχος στέκει της αθλίας Τριπολιτσάς·
τώρα τρόμου αστροπελέκι να της ρίψεις πιθυμάς.
Μεγαλόψυχο το μάτι δείχνει πάντα οπώς νικεί,
κι ας ειν' άρματα γεμάτη και πολέμιαν
Ν

Σάββατο 1 Οκτωβρίου 2016

 ΣΤΗ ΚΑΡΕΚΛΑ ΤΗ ΠΑΛΙΑ
ΜΕ ΚΑΤΑΣΠΡΑ ΤΑ ΜΑΛΙΑ ΝΑ Ο ΓΕΡΟ ΠΑΠΠΟΥΣ ΚΟΙΜΑΤΑΙ ΜΗ ΜΙΛΑΤΕ ΜΗ ΜΙΛΑΤΕ
ΜΗ ΜΙΛΑΤΕ ΚΑΙ ΞΥΠΝΙΣΕΙ ΓΙΑΤΙ ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΘΑ ΣΒΗΣΕΙ ΚΙ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΓΛΥΚΟ ΚΙ ΕΙΝΑΙ ΤΟΣΟ ΜΑΓΙΚΟ Ο ΠΑΠΠΟΥΣ ΒΛΕΠΕΙ ΛΙΓΑΚΙ ΠΩΣ ΞΑΝΑΓΙΝΕ ΠΑΙΔΔΑΚΙ ΤΙ ΧΑΡΑΤΟΥ ΠΟΥ ΚΑΙ ΠΟΥ ΒΛΕΠΕΙ ΑΚΟΜΗ ΕΝΑ ΠΑΠΠΟΥ ΠΟΥ ΤΟΝ ΕΚΡΑΤΑ ΣΤΑ ΣΤΗΘΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΛΕΕΙ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΣΤΗ ΚΑΡΕΚΛΑΤΗ ΠΑΛΙΑ ΜΕ ΚΑΤΑΣΠΡΑ ΤΑ ΜΑΛΙΑ Ο ΓΕΡΟ ΠΑΠΠΟΥΣ ΚΟΙΜΑΤΑΙ ΜΗ ΜΗΛΑΤΕ ΜΗ ΜΗΛΑΤΕ ΑΠΟ ΤΟΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ΚΑΙ ΚΑΛΑ ΛΟΙΠΟΝ ΣΤΟΥΣ ΠΑΠΠΟΥΔΕΣ ΚΑΙ ΓΙΑ ΓΙΑΔΕΣ ΠΟΥ ΓΙΩΡΤΑΖΟΥΝ ΣΗΜΕΡΑ ΜΠΑΟΥΛΟ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ ΒΓΑΛΜΕΝΟ!!!1 ΣΕ ΚΑΠΟΙΟ ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟ ΜΟΥ ΤΟ ΕΙΧΕ