.

.

Δευτέρα 19 Δεκεμβρίου 2016


Εἶναι παραμονὴ Χριστουγέννων. Βράδυ καὶ τὸ κρύο ἔξω εἶναι τσουχτερό. Τὸ χιόνι σὰν ἄσπρο σεντόνι σκεπάζει τοὺς δρόμους τοῦ χωριοῦ καὶ τὰ γύρω βουνά. Ὁ πατέρας καὶ ἡ μητέρα πῆγαν στὴν ἐκκλησία. Τὰ παιδιὰ εἶναι λυπημένα, γιατὶ δὲν πῆγαν κι ἐκεῖνα. Τότε ἡ γιαγιά, γιὰ νὰ διώξη τὴ στενοχώρια τῶν παιδιῶν, ἄρχισε νὰ τοὺς λέη τὴ χριστουγεννιάτικη ἱστορία.
– Μιὰ φορά, ξεκίνησε ἕνας φτωχὸς ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν καλύβα του νὰ βρῆ φωτιά. Γύριζε ἀπὸ πόρτα σὲ πόρτα, χτυποῦσε νὰ τοῦ ἀνοίξουν κι ἔλεγε:
– Βοηθῆστε με, καλοί μου ἄνθρωποι! Ἡ γυναίκα μου γέννησε ἕνα παιδάκι… Πρέπει ν’ ἀνάψω φωτιά, γιὰ νὰ ζεστάνω κι αὐτὴ καὶ τὸ μωρό. Μὰ ἦταν νύχτα. Ὅλοι κοιμόνταν κλεισμένοι στὰ σπίτια τους καὶ κανένας δὲν ἔδινε ἀπάντηση στὰ παρακάλια του. Ὁ ἄνθρωπος ὅλο καὶ προχωροῦσε καὶ ξεμάκραινε ἀπὸ τὴ φτωχή του καλύβα.
Κάποτε εἶδε μακριὰ ἕνα μικρό φῶς. Ὅλος χαρά, πὼς θάβρισκε πιὰ φωτιά, κίνησε κατὰ κεῖ. Ὅταν πλησίασε, εἶδε πὼς ἦταν μιὰ μεγάλη φωτιὰ κι ὁλόγυρά της ἦταν ξαπλωμένα ἕνα κοπάδι ἄσπρα πρόβατα.
Τὸ κοπάδι τὸ φύλαγε ἕνας γεροβοσκός.
Κι ὁ ἄνθρωπος ποὺ χρειαζόταν τὴ φωτιά, πλησίασε τὰ πρόβατα καὶ εἶδε, πὼς στὰ πόδια τοῦ βοσκοῦ ἦταν ξαπλωμένα τρία μεγάλα σκυλιά.
Ὅταν πλησίασε ὁ ἄνθρωπος τὰ σκυλιά, ἐκεῖνα ξύπνησαν κι ἄνοιξαν τὰ μεγάλα τους στόματα, γιὰ νὰ γαβγίσουν. Μὰ ἡ φωνή τους παράλυσε στὸ στόμα τους καὶ κανένα γάβγισμα δὲν τάραξε τὴ νυχτερινὴ ἡσυχία.
Τότε ὁ ἄνθρωπος εἶδε, πὼς ἀνασηκώθηκε ἡ τρίχα τους, πὼς γυάλισαν τὰ δόντια τους καὶ πὼς ρίχτηκαν ἐπάνω του. Ἔνιωσε πὼς ἕνα σκυλὶ τὸν ἅρπαξε ἀπὸ τὰ γόνατα, τ’ ἄλλο ἀπὸ τὸ χέρι καὶ τὸ τρίτο κρεμάστηκε ἀπὸ τό λαιμό του. Μὰ τὰ δόντια τους ἔμειναν παράλυτα καὶ τὰ σκυλιά, χωρὶς νὰ τοῦ κάνουν κανένα κακό, τραβήχτηκαν.
Τότε ὁ ἄνθρωπος ἔκαμε νὰ πλησιάση στὴ φωτιά, μὰ τὰ πρόβατα στριμώχτηκαν τὸ ἕνα κοντὰ στό ἄλλο, τόσο πολύ, ποὺ δὲν εἶχε ποῦ νὰ πατήση. Τότε κι αὐτὸς ἄρχισε νὰ πατάη στὶς πλάτες τους, μὰ κανένα ἀπὸ τὰ πρόβατα οὔτε κουνήθηκε,οὔτε ξύπνησε.
Τότε ὁ Γιαννάκης ρώτησε:
– Γιατί, γιαγιά, τὰ πρόβατα ἐξακολούθησαν ἥσυχα τὸν ὕπνο τους, ἀφοῦ ξέρομε πόσο δειλὰ εἶναι;
– Ἔχε λίγη ὑπομονὴ καὶ θὰ τὸ μάθης, εἶπε ἡ γιαγιὰ κι ἐξακολούθησε τὴ διήγησή της:
– Ὅταν ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς πλησίασε σχεδὸν τὴ φωτιά, ὁ βοσκὸς σήκωσε τὸ κεφάλι του.
Ἦταν ἕνας κατσουφιασμένος γέρος, παράξενος καὶ σκληρὸς καὶ μιλοῦσε ἀπότομα σὲ ὅλους. Ὅταν εἶδε τὸν ἄγνωστο, ποὺ πλησίαζε, ἔριξε ἐπάνω του τὴ μακριά του γκλίτσα, ποὺ ἦταν στὴν ἄκρη μυτερή. Μὰ ἡ γκλίτσα λοξοδρόμησε κι ἔπεσε μὲ πολὺ κρότο στὴ γῆ, χωρὶς νὰ βλάψη τὸν ἄγνωστο.
Ἡ γιαγιὰ ἤθελε νὰ ἐξακολουθήση, μὰ ὁ Κωστάκης τώρα μὲ τὴν ἀράδα του τὴ ρώτησε: – Μὰ γιατί, γιαγιά, δὲν τὸν πέτυχε ἡ γκλίτσα; Μὰ ἡ γιαγιά, χωρὶς νὰ προσέξη τὴν ἐρώτηση τοῦ Κωστάκη, ἐξακολούθησε:
– Τότε ὁ ἄγνωστος πλησίασε τὸ βοσκὸ καὶ τοῦ εἶπε:
– Καλέ μου ἄνθρωπε, βοήθησέ με καὶ δῶσε μου λίγη φωτιά. ῾Η γυναίκα μου γέννησε καὶ πρέπει ν’ ἀνάψω φωτιὰ νὰ ζεσταθῆ κι αὐτὴ καὶ τὸ μωρό.
Ὁ βοσκὸς θέλησε νὰ τοῦ ἀρνηθῆ. Θυμήθηκε ὅμως, πὼς τὰ σκυλιὰ δὲν μπόρεσαν νὰ τὸν δαγκάσουν, τὰ πράβατα δὲν τὸν φοβήθηκαν καὶ δὲν σκορπίστηκαν καὶ πὼς ἡ μαγκούρα του δὲν τὸν πέτυχε καὶ δείλιασε. Δὲν τόλμησε λοιπὸν νὰ ἀρνηθῆ στὸν ἄγνωστο.
– Πάρε ὅση φωτιὰ θέλεις! εἶπε ὁ βοσκός.
Μὰ ἡ φωτιὰ εἶχε χωνέψει πιὰ καὶ δὲν εἶχε κανένα μακρὺ ξύλο ἢ κλαδί. Ἦταν μονάχα ἕνας μεγάλος σωρὸς ἀπὸ ἀναμμένα κάρβουνα. Καὶ ὁ ἄγνωστος δὲν εἶχε οὔτε φτυάρι, οὔτε κανέναν τενεκέ, οὔτε τίποτ’ ἄλλο, γιὰ νὰ τὰ βάλη καὶ νὰ τὸν πάη σπίτι του.
Ὁ βοσκός, ποὺ τόνιωσε αὐτό, τοῦ ξαναεῖπε:
– Πάρε ὅση φωτιὰ θέλεις καὶ ἀπὸ μέσα του χαιρόταν, πὼς δὲ θὰ μπορέση νὰ πάρη φωτιά.
Μὰ ὁ ἄγνωστος ἔσκυψε, παραμέρισε μὲ τὸ χέρι του τὴ στάχτη ἀπὸ τὰ κάρβουνα, ὕστερα ἀνασήκωσε τὴν ἄκρη ἀπὸ τὸ φόρεμά του καὶ τὰ ἔβαλε ἐκεῖ. Τί περίεργο ὅμως! Τὰ κάρβουνα, οὔτε τὰ χέρια του ἔκαιγαν, ὅταν τάπιανε, οὔτε τώρα τὸ φόρεμά του. Τὰ πήγαινε σπίτι του, σὰ νὰ μὴν ἦταν ἀναμμένα κάρβουνα, ἀλλὰ μῆλα ἢ καρύδια.
Ἐδῶ γιὰ τρίτη φορὰ τὰ παιδιὰ ρώτησαν τὴ γιαγιά:
– Μὰ γιατί, γιαγιά, δὲν τὸν ἔκαψαν τὰ κάρβουνα;
– Τώρα θὰ ἰδῆτε γιατί, περιμένετε! Εἶπε ἡ γιαγιὰ κι ἐξακολούθησε.
Ὅταν εἶδε αὐτὰ ὁ κακὸς βοσκός, ἀπόρησε.
– Μὰ τί νύχτα εἶναι αὐτή, συλλογίστηκε, ποὺ τ’ ἀγριόσκυλα δὲ δαγκάνουν, τὰ πρόβατα δὲν τρομάζουν, ἡ γκλίτσα δὲν πληγώνει καὶ τὰ κάρβουνα δὲν καῖνε;
Σταμάτησε τὸν ἄγνωστο καὶ τὸν ρώτησε:
– Τί νύχτα εἶναι ἡ σημερινὴ καὶ γιατί ὅλα ἔχουν τόση καλοσύνη γιὰ σένα;
– Ἄν δὲν τὸ βλέπεις μόνος σου, δὲν μπορῶ ἐγὼ νὰ σοῦ ἐξηγήσω, ἀποκρίθηκε ὁ ἄγνωστος, καὶ τράβηξε τὸ δρόμο του, γιὰ νὰ προφτάση νὰ ζεστάνη τὴ γυναίκα του καὶ τὸ βρέφος.
Ὁ βοσκὸς ἀποφάσισε ν᾽ ἀκολουθήση τὸν ἄγνωστο καὶ νὰ μάθη τί σημαίνουν ὅλα αὐτά. Πήγαινε λοιπὸν ἀπὸ πίσω του, ὥσπου ὁ ἄγνωστος ἔφτασε στὴν καλύβα του.
Εἶδε τότε ὁ βοσκός, πὼς ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς δὲν εἶχε οὔτε καλύβα καὶ πὼς ἡ γυναίκα του καὶ τὸ μωρὸ ἦταν ξαπλωμένοι μέσα σὲ μιὰ γυμνὴ σπηλιά, ποὺ δὲν εἶχε τίποτ’ ἄλλο ἀπὸ τοὺς τέσσερεις γυμνοὺς τοίχους. Ὁ βοσκὸς σκέφτηκε τότε, πὼς τὸ μικρὸ καὶ ἀθῶο βρέφος θὰ πάγωνε μέσα στὴ σπηλιὰ κι ἂν καὶ ἡ καρδιά του ἦταν σκληρή, τὸ λυπήθηκε. Ξεκρέμασε τότε τὸ σακούλι, ποὺ εἶχε κρεμασμένο στὸν ὦμο του, ἔβγαλε μιὰ κάτασπρη μαλακὴ προβιὰ καὶ τὴν ἔδωσε στὸν ἄγνωστο νὰ τὴ στρώση κάτω ἀπὸ τὸ παιδάκι.
Ἐκείνη τὴ στιγμή, ποὺ αὐτὸς ὁ σκληρὸς ἄνθρωπος ἔνιωσε συμπόνια γιὰ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους κι ἔκαμε μιὰν ἐλεημοσύνη, ἄνοιξαν τὰ μάτια του. Εἶδε αὐτά, ποὺ πρὶν δὲν μποροῦσε νὰ ἰδῆ κι ἄκουσε ἐκεῖνο, ποὺ πρὶν δὲν μποροῦσε ν’ ἀκούση.
Εἶδε, πὼς ὁλόγυρα ἦταν ἄγγελοι μ᾽ ἀσημένιες φτεροῦγες καὶ πὼς στὰ χέρια τους κρατοῦσαν κιθάρες. Κι ἄκουσε ποὺ ἔψαλλαν, πὼς τὴ νύχτα ἐκείνη γεννήθηκε ὁ Σωτὴρας τοῦ κόσμου.
Τὸτε κατάλαβε ὁ βοσκός, γιατί τὴ νύχτα ἐκείνη δὲν μποροῦσε κανένας νὰ κάμη κακὸ στὸν ἄγνωστο.
Ἔπειτα εἶδε ὁ βοσκός, πὼς ἄγγελοι ἦταν παντοῦ. Κάθονταν στὴ σπηλιά, κατέβαιναν ἀπ᾽ τὸ βουνό, πετοῦσαν στὸν οὐρανό, περπατοῦσαν πολλοὶ μαζὶ στοὺς δρόμους, σταματοῦσαν στὴν εἴσοδο τῆς σπηλιᾶς καὶ κοίταζαν τὸ βρέφος. Παντοῦ ἦταν σκορπισμένη ἡ χαρά, τὸ τραγούδι καὶ μιὰ λεπτὴ ψαλμωδία. Κι ὅταν ὁ βοσκὸς στὴ σκοτεινὴ ἐκείνη νύχτα εἶδε κι ἄκουσε, ὅσα πρὶν οὔτε ἔβλεπε οὔτε ἄκουε, ἔνιωσε μεγάλη χαρά, ποὺ ἄνοιξαν τὰ μάτια του καὶ γονάτισε κι εὐχαρίστησε τὸ Θεό.
Τότε κι ὁ Γιαννάκης, ποὺ ἡ γιαγιὰ πιὰ σταμάτησε τὴ διήγησή της, εἶπε:
– Τώρα, γιαγιά, κατάλαβα κι ἐγώ, γιατί ἐκείνη τὴ νύχτα τὰ σκυλιὰ δὲ δάγκωναν, τὰ πρόβατα δὲν ξυπνοῦσαν ἀπὸ τὸ φόβο τους, ἡ γκλίτσα δὲν πλήγωνε καὶ τὰ κάρβουνα δὲν ἔκαιαν. Εἶχαν ὅλα τὴν καλοσύνη τοῦ Χριστούλη μας, γιατὶ τὸ μωρό, ποὺ γεννήθηκε ἐκείνη τὴ νύχτα, ἦταν ὁ Χριστός!
῎Ε, γιαγιάκα;
– Ναί, παιδάκια μου, εἶπε ἡ γιαγιὰ καὶ φίλησε τὰ ἐγγονάκια της. ᾽Ελᾶτε τώρα καὶ σεῖς στὰ κρεβατάκια σας νὰ κοιμηθητε

Regina Reginant
Γράψτε ένα σχόλιο...

Τετάρτη 9 Νοεμβρίου 2016

Plomári
ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΤΟΥ ΤΟΠΟΥ ΜΑΣ ΠΟΥ ΜΕ ΣΕΒΑΣΜΟ ΔΑΤΗΡΟΥΜΕ!!!!! ΠΟΣΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΑΛΗΘΕΙΑ ΔΕΝ ΗΠΙΑΝ ΤΟ ΚΑΦΕΔΑΚΙ ΤΟΥΣ ΤΟ ΟΥΖΑΚΙ ΤΟΥΣ ΔΕΝ ΠΕΡΑΣΑΝ ΟΜΟΡΦΕΣ ΩΡΕΣ ΜΕ ΤΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΣΤΗΝ ΜΕΓΑΛΗ ΑΙΘΟΥΣΑ ΤΟΥ ΚΑΙ ΠΟΣΕΣ ΚΥΡΙΕΣ ΕΒΑΛΑΝ ΤΟΥΑΛΕΤΑ ΚΑ ΨΗΛΟΤΑΚΟΥΝΟ ΚΑΙ ΠΗΓΑΝ ΝΑ ΣΤΡΙΜΩΧΤΟΥΝ ΣΤΗΝ ΟΥΡΑ ΓΙΑ ΝΑ ΜΠΟΥΝ ΣΤΗΝ ΑΙΘΟΥΣΑ ΝΑ ΔΟΥΝ ΤΗ......"ΠΟΛΕΤΑ" ΜΙΑ ΘΕΑΤΡΙΝΟΥΛΑ ΚΟΥΚΛΑ!!!!! ( ΗΤΑΝ.....ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΙ ΟΛΟΙ ΟΙ ΝΕΑΡΟΙ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ) ΝΑ ΠΑΙΖΕΙ ΜΕ ΟΛΟ ΤΟ ΘΙΑΣΟ ΤΟΥΣ ΤΗ "ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟΥ ΔΡΟΜΟΥ" ΚΑ ΠΟΛΛΑ ΑΛΛΑ ΚΑΛΑ ΕΡΓΑ!!!!! ΕΚΕΙ ΜΕΣΑ ΜΑΘΑΜΕ ΤΙ ΠΑ ΝΑ ΠΕΙ ΘΕΑΤΡΟ!!!
ΕΝΑ ΚΟΣΜΗΜΑ ΓΙΑ ΤΟ ΤΟΠΟ ΜΑΣ ΠΟΥ ΤΟ ΣΕΒΑΣΤΗΚΕ Ο ΧΡΟΝΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΤΟ ΦΡΟΝΤΙΣΑΝ!!!!
ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ " ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΙΟ" ΠΑΡΜΕΝΟ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ (ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΗ) ΠΟΥ ΤΟ ΔΩΡΙΣΕ ΣΤΟΝ ΤΟΠΟ ΜΑΣ

Δευτέρα 7 Νοεμβρίου 2016

Οδηγιες

Μια πολύ νόστιμη και κλασική συνταγή για να φτιάξεις ΨΑΡΙΑ ΣΤΗ ΣΧΑΡΑ  τα οποία τα ψήνεις και τα σερβίρεις με λαδολέμονο.
 1 κιλό ψάρια ιδανικό για ψητό είναι το Φαγκρί η Τσιπούρα τα Λυθρίνια τα Μελανούρια αλλά και τα Μπαρμπούνια έχουν πρώτη θέση και οι ταπεινές σαρδελίτσες ώμος  είναι πολύ νόστιμες και ωφέλιμες υπάρχουν και άλλα ψάρια που τα ψήνουν σε φέτες εμένα μου φαίνεται ότι αυτά στεγνώνουν εκτός αν είναι πολύ λιπαρά. Το ψάρι αν είναι μεγάλο αφού πρώτα το καθαρίσουμε από τα λέπια (παλιά επειδή τα έψηναν στα κάρβουνα δεν τους έβγαζαν τα λέπια μάλλον για να μην χάνουν τους χυμούς τους  και για να μη κολλάνε στη σχάρα δεν θυμάμαι όταν τα τρώγαμε να καταλαβαίναμε ότι υπήρχε λέπι. Αφού βγάλουμε τα βρόχια τους  όχι από το στόμα του ψαριού αλά από εκεί που αρχίζει το κεφάλι του, μετ με ενα μυτερό μαχαίρι το σκίζουμε από το πλάι και από εκει τραβάμε τα εντόσθια μετα το βζουμε κάτω από τη βρύση ανοίγουμε με το χέρι μας το σημείο που ήταν τα βρόχια και το νερο βγαίνει τα απο τη σκισμή που κάναμε και παρασύρει τον άμμο και τα πετραδάκια αν υπάρχουν κόβουμε τα πτερύγια και λίγο την ουρά του το αλατοπιπερόνουμε και από τις δυο πλευρές α ν θέλουμε βάζουμε κι ένα κλαδάκι δεντρολίβανο μεσα στη κοιλιά του αλείβομαι τη σκάρα αφου πρωτα την έχουμε κάψει  με ένα κομμάτι λαδωμένο χαρτι κουζίνας για να μη κολλήσει το ψαρι η τα ψαρια αυτό το κάνουμε σε όπιο είδος ψαριών ψήνουμε αν δε το ψαρι είναι πολύ χοντρό στο στήθος το χαράζουμε λιγο   γιατί καμιά φορά μένει κόκκινο κοντά στο κόκαλο.
  ΓΙΑ ΤΟ ΛΑΔΟΛΕΜΟΝΟ  1/2 φλιτζάνι τσαγιού λάδι 2 λεμόνια μια κουταλιά της σούπας νερό  1 κουταλάκι ρίγανη τα χτυπάμε και όπως είναι αχνιστό το ψάρι η τα ψάρια τα περιχύνουμε  

Σάββατο 29 Οκτωβρίου 2016

Σουγάνια η κρεμυδοντολμάδες

Υλικά Συνταγής

  • 8 κρεμμύδια ξερά ωοειδή
  • Για τη γέμιση
  • 2 ξερά κρεμμύδια πολύ ψιλοκομμένα
  • 1/2 κιλό κιμά μοσχαρίσιο
  • 1½ φλ. ρύζι Καρολίνα
  • 1 ντομάτα ώριμη
  • 2 κ.σ. μαϊντανό
  • 1 κ.γλ. κύμινο
  • 1 φλ. ελαιόλαδο
  • Για το αυγολέμονο
  • 2 αυγά
  • 1 μεγάλο λεμόνι
  • 1 κ.γλ. κορν φλάουρ 

    Εκτέλεση

    Καθαρίζουμε τα κρεμμύδια και τα χαράζουμε ως τη μέση με κάθετη τομή. Τα βράζουμε σε αλατισμένο νερό για 10΄-15΄, ώσπου ν’ ανοίξουν ελαφρά και να χωρίζουν τα ντύματα του κρεμμυδιού. Τα βγάζουμε με τρυπητή κουτάλα και τα αφήνουμε να κρυώσουν για να μπορούμε να τα πιάσουμε. Αφού κρυώσουν, αρχίζουμε να ξεντύνουμε ένα ένα κρεμμύδι (όσα ντύματα έχει κάθε κρεμμύδι τόσους ντολμάδες μας δίνει).
    Σε μπολ βάζουμε τα υλικά της γέμισης: ξερό κρεμμύδι, κιμά, ρύζι, τριμμένη ντομάτα, μαϊντανό, κύμινο και το μισό ελαιόλαδο. Αλατοπιπερώνουμε και ζυμώνουμε πολύ καλά τα υλικά.
    Γεμίζουμε ένα ένα κρεμμυδόφυλλο και το τυλίγουμε σε ντολμά. Τοποθετούμε τα σουγάνια με την ένωση προς τα κάτω στην κατσαρόλα σε σειρές κοντά κοντά. Αφού τελειώσουμε με όλα τα υλικά, μπήγουμε στην κατσαρόλα τις καρδιές των βρασμένων κρεμμυδιών, περιχύνουμε με το υπόλοιπο ελαιόλαδο και καλύπτουμε τους ντολμάδες με ένα πιάτο, βάζοντάς το ανάποδα με βάρος από πάνω για να μη «χορεύουν» και ανοίξουν με το βράσιμο.
    Σκεπάζουμε τα σουγάνια με ζεστό νερό και την ώρα που θα πάρουν βράση χαμηλώνουμε τη φωτιά και σιγοβράζουμε για 30΄. Σβήνουμε τη φωτιά.
    Κάνουμε το αυγολέμονο: διαλύουμε το κορν φλάουρ στο χυμό λεμονιού. Χτυπάμε τα ασπράδια με τους κρόκους με αυγοδάρτη. Προσθέτουμε το λεμόνι με το κορν φλάουρ και λίγο λίγο αραιώνουμε με ζωμό από τα σουγάνια. Περιχύνουμε και αφήνουμε το φαγητό σε πολύ χαμηλή φωτιά να πάρει βράση

     



Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 2016

Η ΜΕΡΑ ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΣΥΝΝΕΦΙΑΣΜΕΝΗ ΟΜΩΣ, ΓΙΟΡΤΙΝΗ!!!!! ΟΙ ΣΥΝΤΟΠΙΤΕΣ ΜΟΥ ΤΗΝ ΤΙΜΟΥΝ ΔΙΑΣΚΕΔΑΖΟΥΝ ΑΚΟΥΩ ΜΟΥΣΙΚΗ  ΚΑΙ Η ΜΥΡΩΔΙΑ ΑΠΟ ΨΗΤΟ ΓΕΜΙΖΕΙ ΤΟΝ ΑΕΡΑ ΑΠΟ ΤΟ ΜΠΑΛΚΟΝΙ ΜΟΥ ΟΛΑ ΑΥΤΑ!!!!
 ΚΑΛΗ ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΗ ΣΕ ΟΛΟΥΣ!!!!!!!!!!!!!
 ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΤΟ ΧΡΟΝΟ ΞΗΜΕΡΩΝΕΙ ΑΥΤΗ Η ΙΕΡΗ ΜΕΡΑ ΠΟΥ ΑΝΑΠΤΕΡΩΝΕΙ ΤΟ ΗΘΙΚΟ ΜΑΣ ΚΑΙ ΜΑΣ ΚΑΝΕΙ ΥΠΕΡΗΦΑΝΟΥΣ
Εθνικός Ύμνος Ελλάδας: Όλοι οι στίχοι.
Ο Ύμνος εις την Ελευθερίαν είναι ένα ποίημα που έγραψε
 ο Διονύσιος Σολωμός το 1823, τμήμα του οποίου αποτελεί τον εθνικό ύμνο της Ελλάδας.
Σε γνωρίζω από την κόψη του σπαθιού την τρομερή,
σε γνωρίζω από την όψη που με βία μετράει τη γη.
Απ' τα κόκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά,
και σαν πρώτα ανδρειωμένη, χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!
Εκεί μέσα εκατοικούσες πικραμένη, εντροπαλή,
κι ένα στόμα εκαρτερούσες, «έλα πάλι», να σου πεί.
'Αργειε νάλθει εκείνη η μέρα κι ήταν όλα σιωπηλά,
γιατί τά 'σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά.
Δυστυχής! Παρηγορία μόνη σού έμενε να λές
περασμένα μεγαλεία και διηγώντας τα να κλαις.
Κι ακαρτέρει κι ακαρτέρει φιλελεύθερη λαλιά
το ένα εκτύπαε τ' άλλο χέρι από την απελπισιά
Κι έλεες: «Πότε, α, πότε βγάνω το κεφάλι από τσ' ερμιές;».
Και αποκρίνοντο από πάνω κλάψες, άλυσες, φωνές.
Τότε εσήκωνες το βλέμμα μες στα κλάιματα θολό,
και εις το ρούχο σου έσταζ' αίμα πλήθος αίμα ελληνικό.
Με τα ρούχα αιματωμένα ξέρω ότι έβγαινες κρυφά
να γυρεύεις εις τα ξένα άλλα χέρια δυνατά.
Μοναχή το δρόμο επήρες, εξανάλθες μοναχή·
δεν είν' εύκολες οι θύρες εάν η χρεία τες κουρταλεί.
'Αλλος σου έκλαψε εις τα στήθια, αλλ' ανάσαση καμμιά·
άλλος σου έταξε βοήθεια και σε γέλασε φρικτά.
΄Αλλοι, οϊμέ, στη συμφορά σου οπού εχαίροντο πολύ,
«σύρε νά 'βρεις τα παιδιά σου, σύρε», έλεγαν οι σκληροί.
Φεύγει οπίσω το ποδάρι και ολογλήγορο πατεί
ή την πέτρα ή το χορτάρι που τη δόξα σού ενθυμεί.
Ταπεινότατη σου γέρνει η τρισάθλια κεφαλή,
σαν πτωχού που θυροδέρνει κι είναι βάρος του η ζωή.
Εθνικός Ύμνος Ελλάδας: Όλοι οι στίχοι.
Ο Ύμνος εις την Ελευθερίαν είναι ένα ποίημα που έγραψε ο Διονύσιος Σολωμός το 1823, τμήμα του οποίου αποτελεί τον εθνικό ύμνο της Ελλάδας.
Σε γνωρίζω από την κόψη του σπαθιού την τρομερή,
σε γνωρίζω από την όψη που με βία μετράει τη γη.
Απ' τα κόκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά,
και σαν πρώτα ανδρειωμένη, χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!
Εκεί μέσα εκατοικούσες πικραμένη, εντροπαλή,
κι ένα στόμα εκαρτερούσες, «έλα πάλι», να σου πεί.
'Αργειε νάλθει εκείνη η μέρα κι ήταν όλα σιωπηλά,
γιατί τά 'σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά.
Δυστυχής! Παρηγορία μόνη σού έμενε να λές
περασμένα μεγαλεία και διηγώντας τα να κλαις.
Κι ακαρτέρει κι ακαρτέρει φιλελεύθερη λαλιά
το ένα εκτύπαε τ' άλλο χέρι από την απελπισιά
Κι έλεες: «Πότε, α, πότε βγάνω το κεφάλι από τσ' ερμιές;».
Και αποκρίνοντο από πάνω κλάψες, άλυσες, φωνές.
Τότε εσήκωνες το βλέμμα μες στα κλάιματα θολό,
και εις το ρούχο σου έσταζ' αίμα πλήθος αίμα ελληνικό.
Με τα ρούχα αιματωμένα ξέρω ότι έβγαινες κρυφά
να γυρεύεις εις τα ξένα άλλα χέρια δυνατά.
Μοναχή το δρόμο επήρες, εξανάλθες μοναχή·
δεν είν' εύκολες οι θύρες εάν η χρεία τες κουρταλεί.
'Αλλος σου έκλαψε εις τα στήθια, αλλ' ανάσαση καμμιά·
άλλος σου έταξε βοήθεια και σε γέλασε φρικτά.
΄Αλλοι, οϊμέ, στη συμφορά σου οπού εχαίροντο πολύ,
«σύρε νά 'βρεις τα παιδιά σου, σύρε», έλεγαν οι σκληροί.
Φεύγει οπίσω το ποδάρι και ολογλήγορο πατεί
ή την πέτρα ή το χορτάρι που τη δόξα σού ενθυμεί.
Ταπεινότατη σου γέρνει η τρισάθλια κεφαλή,
σαν πτωχού που θυροδέρνει κι είναι βάρος του η ζωή.
Ναι, αλλά τώρα αντιπαλεύει κάθε τέκνο σου με ορμή,
πού ακατάπαυστα γυρεύει ή τη νίκη ή τη θανή.
Απ' τα κόκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά,
και σαν πρώτα ανδρειωμένη, χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!





Μόλις είδε την ορμή σου ο ουρανός που για τσ' εχθρούς
εις τη γη τη μητρική σου έτρεφ' άνθια και καρπούς,
εγαλήνεψε· και εχύθει καταχθόνια μια βοή,
και του Ρήγα σού απεκρίθη πολεμόκραχτη η φωνή.
΄Ολοι οι τόποι σου σ' εκράξαν χαιρετώντας σε θερμά,
και τα στόματα εφωνάξαν όσα αισθάνετο η καρδιά.
Εφωνάξανε ως τ' αστέρια του Ιονίου και τα νησιά,
κι εσηκώσανε τα χέρια για να δείξουνε χαρά,
μ' όλον πού 'ναι αλυσωμένο το καθένα τεχνικά,
και εις το μέτωπο γραμμένο έχει: «Ψεύτρα Ελευθεριά».
Γκαρδιακά χαροποιήθει και του Βάσιγκτον η γη,
και τα σίδερα ενθυμήθει που την έδεναν κι αυτή.
Απ' τον πύργο του φωνάζει, σα να λέει σε χαιρετώ,
και τη χήτη του τινάζει το λιοντάρι το Ισπανό.
Ελαφιάσθη της Αγγλίας το θηρίο, και σέρνει ευθύς
κατά τ' άκρα της Ρουσίας τα μουγκρίσματα τσ' οργής.
Εις το κίνημα του δείχνει πως τα μέλη ειν' δυνατά·
και στου Αιγαίου το κύμα ρίχνει μια σπιθόβολη ματιά.
Σε ξανοίγει από τα νέφη και το μάτι του Αετού,
που φτερά και νύχια θρέφει με τα σπλάχνα του Ιταλού·
και σ' εσέ καταγυρμένος, γιατί πάντα σε μισεί,
έκρωζ' έκρωζ' ο σκασμένος, να σε βλάψει, αν ημπορεί.
΄Αλλο εσύ δεν συλλογιέσαι πάρεξ που θα πρωτοπάς·
δεν μιλείς και δεν κουνιέσαι στες βρισιές οπού αγρικάς·
σαν το βράχο οπού αφήνει κάθε ακάθαρτο νερό
εις τα πόδια του να χύνει ευκολόσβηστον αφρό·
οπού αφήνει ανεμοζάλη και χαλάζι και βροχή
να του δέρνουν τη μεγάλη, την αιώνιαν κορυφή.
Δυστυχιά του, ω, δυστυχιά του, οποιανού θέλει βρεθεί
στο μαχαίρι σου αποκάτου και σ' εκείνο αντισταθεί.
Το θηρίο π' ανανογιέται πως του λείπουν τα μικρά,
περιορίζεται, πετιέται, αίμα ανθρώπινο διψά·
τρέχει, τρέχει όλα τα δάση, τα λαγκάδια, τα βουνά,
κι όπου φθάσει, όπου περάσει, φρίκη, θάνατος, ερμιά·
Ερμιά, θάνατος και φρίκη όπου επέρασες κι εσύ·
ξίφος έξω από τη θήκη πλέον ανδρείαν σου προξενεί.
Ιδού, εμπρός σου ο τοίχος στέκει της αθλίας Τριπολιτσάς·
τώρα τρόμου αστροπελέκι να της ρίψεις πιθυμάς.
Μεγαλόψυχο το μάτι δείχνει πάντα οπώς νικεί,
κι ας ειν' άρματα γεμάτη και πολέμιαν
Ν

Σάββατο 1 Οκτωβρίου 2016

 ΣΤΗ ΚΑΡΕΚΛΑ ΤΗ ΠΑΛΙΑ
ΜΕ ΚΑΤΑΣΠΡΑ ΤΑ ΜΑΛΙΑ ΝΑ Ο ΓΕΡΟ ΠΑΠΠΟΥΣ ΚΟΙΜΑΤΑΙ ΜΗ ΜΙΛΑΤΕ ΜΗ ΜΙΛΑΤΕ
ΜΗ ΜΙΛΑΤΕ ΚΑΙ ΞΥΠΝΙΣΕΙ ΓΙΑΤΙ ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΘΑ ΣΒΗΣΕΙ ΚΙ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΓΛΥΚΟ ΚΙ ΕΙΝΑΙ ΤΟΣΟ ΜΑΓΙΚΟ Ο ΠΑΠΠΟΥΣ ΒΛΕΠΕΙ ΛΙΓΑΚΙ ΠΩΣ ΞΑΝΑΓΙΝΕ ΠΑΙΔΔΑΚΙ ΤΙ ΧΑΡΑΤΟΥ ΠΟΥ ΚΑΙ ΠΟΥ ΒΛΕΠΕΙ ΑΚΟΜΗ ΕΝΑ ΠΑΠΠΟΥ ΠΟΥ ΤΟΝ ΕΚΡΑΤΑ ΣΤΑ ΣΤΗΘΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΛΕΕΙ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΣΤΗ ΚΑΡΕΚΛΑΤΗ ΠΑΛΙΑ ΜΕ ΚΑΤΑΣΠΡΑ ΤΑ ΜΑΛΙΑ Ο ΓΕΡΟ ΠΑΠΠΟΥΣ ΚΟΙΜΑΤΑΙ ΜΗ ΜΗΛΑΤΕ ΜΗ ΜΗΛΑΤΕ ΑΠΟ ΤΟΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ΚΑΙ ΚΑΛΑ ΛΟΙΠΟΝ ΣΤΟΥΣ ΠΑΠΠΟΥΔΕΣ ΚΑΙ ΓΙΑ ΓΙΑΔΕΣ ΠΟΥ ΓΙΩΡΤΑΖΟΥΝ ΣΗΜΕΡΑ ΜΠΑΟΥΛΟ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ ΒΓΑΛΜΕΝΟ!!!1 ΣΕ ΚΑΠΟΙΟ ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟ ΜΟΥ ΤΟ ΕΙΧΕ

Σάββατο 10 Σεπτεμβρίου 2016

Ήσυχα λόγια της βροχής, μπορεί και να θυμίσουν
το μοσκοβόλημα της γης...
της γης που βρέχεται κι απορροφά κ’ υπομένει και πρααίνεται
και λουλουδίζει μια μέρα αναπάντεχα –
μια μυρωδιά καρτερίας, απαλή και μεγάλη
που διαστέλλει τα μάτια μας μες στ’ όνειρο σαν να τα κλείνει...
(Γ. Ρίτσος,


 
κρεμμύδια
Κατηγορία: Κρεατικά, Ορεκτικά
Προετοιμασία: 12-15 λεπτά Μαγείρεμα: 40-45 λεπτά

Υλικά

  • Κιμάς μοσχαρίσιος 700 γρ
  • Ψωμί ψίχα 2-3 φέτες
  • Πατάτα 1 τεμ τριμμένη
  • Σκόρδο 2 σκελίδες ψιλοκομμένες
  • Αυγό 1 τεμ
  • Ελαιόλαδο 1/2 κούπα τσαγιού
  • Κρεμμύδια ξερά 6-7 τεμ
  • Λευκό κρασί 1 ποτήρι του κρασιού ή ροζέ
  • Αλάτι- πιπέρι -πάπρικα
  • Δυόσμος ξερός ή φρέσκος 1 κουταλάκι του γλυκού ή 2 κλωνάρια
  • Μαϊντανός 1/2 ματσάκι ψιλοκομμένος για πασπάλισμα
  • Κεφαλογραβιέρα προαιρετικά για πασπάλισμα
  • Νερό 1/2 ποτήρι νερού χλιαρό

Οδηγίες

Μουλιάζουμε το ψωμί , το στραγγίζουμε, το βάζουμε σε μπολ μαζί με τον κιμά. Στο μπλέντερ ψιλοκόβουμε ένα κρεμμύδι, τα σκόρδα και την πατάτα και τα προσθέτουμε στον κιμά. Αλατίζουμε, βάζουμε πιπέρι και πάπρικα, τον δυόσμο, το αυγό  και 4 κουταλιές της σούπας από το ελαιόλαδο . Ζυμώνουμε όλα τα υλικά μαζί να ανακατευτούν καλά , σκεπάζουμε και βάζουμε το μείγμα στο ψυγείο. Κόβουμε σε ροδέλες τα υπόλοιπα κρεμμύδια Βάζουμε το υπόλοιπο ελαιόλαδο σε ρηχή κατσαρόλα να κάψει, προσθέτουμε τα κρεμμύδια, τα σοτάρουμε, προσθέτουμε αλάτι,πιπέρι,πάπρικα, συνεχίζουμε το σοτάρισμα,σβήνουμε με το κρασί και προσθέτουμε το νερό. Βγάζουμε από την φωτιά, τα βάζουμε σε ταψί ή πυρίμαχο σκεύος, πλάθουμε τον κιμά σε μέτρια κεφτεδάκια, τα τοποθετούμε επάνω στα κρεμμύδια που απλώσαμε στο ταψί και ψήνουμε σε προθερμασμένο φούρνο στους 180 βαθμούς για περίπου 40-45 λεπτά. Αν χρειαστεί προσθέτουμε λίγο νερό ακόμη. Βγάζουμε από τον φούρνο, πασπαλίζουμε με τον ψιλοκομμένο μαϊντανό ή και με τριμμένη κεφαλογραβιέρα (προαιρετικά) κι είναι έτοιμα να τα σερβίρουμε.
 


 
ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΑ ΞΕΦΑΝΤΟΜΑΤΑ  ΞΕΦΑΝΤΩΜΑΤΑ
 
 
 
ΦΑΓΗΤΟ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟ ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΚΥΜΑ
 
 

Σάββατο 3 Σεπτεμβρίου 2016

agriomeli...: Γηρασκω παιδιουτοτροπως

agriomeli...: Γηρασκω παιδιουτοτροπως: Αφου δεν παμε που δεν παμε μπροστα ... το πισω που ειμαστε γιατι δεν μας γυριζει στην παιδικη μας "αρετη"?  ...

ΕΠΟΧΕΣ-ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ-ΠΑΙΔΙΚΗ ΧΟΡΩΔΙΑ ΣΠ. ΛΑΜΠΡΟΥ


Καλό Φθινόπωρο & καλή σχολική χρονιά - mousikokinitiki.gr


-Αυτό το Σαββατοκύριακο, θα πας να μείνεις με τη γιαγιά στο αμπέλι;

Το κοριτσάκι πάντα ήθελε να πηγαίνει να μείνει με τη γιαγιά. Το αμπέλι, βέβαια, δεν ήταν ακριβώς αυτό που έλεγε το όνομά του. Μόνο λίγα κλήματα είχαν μείνει από τότε που η οικογένεια το καλλιεργούσε, πατούσε σταφύλια, έκανε μούστο και κρασί. Πολλά χρόνια είχαν περάσει από εκείνους τους καλοκαιρινούς μήνες που κοιμόντουσαν στο πρόχειρο καλύβι για να ξυπνήσουν νωρίς το πρωί για τον τρύγο. Πολλά περισσότερα από τότε που ήρθαν πρόσφυγες και το ελληνικό κράτος τούς έδωσε ένα κομμάτι γης στη Νέα Ερυθραία για να κερδίσουν τη ζωή.

Αλλά για τη μικρή το αμπέλι ήταν το σπίτι της συνονόματης γιαγιάς, που χτίστηκε με πολύ κόπο από τα παιδιά της όταν ο παππούς αρρώστησε. Κι εκεί υπήρχαν όλα -χώρος άπλετος για παιχνίδι, λίγα κλήματα, λουλούδια, πολλά λουλούδια, αμυγδαλιές, τζιτζιφιές και συκιές, αρνοσυκιές για γλυκό του κουταλιού και βασιλικές, που έκαναν τα καλύτερα σύκα του κόσμου. Υπήρχαν ακόμη πάπιες που κολυμπούσαν στο ρέμα μετά τη βροχή, κότες για φρέσκα αβγά, ένας σκύλος και μια κατσικούλα. Το πατητήρι ήταν πια στέρνα αδειανή, άχρηστο για τον τρύγο, αλλά τα εγγόνια έπαιζαν εκεί κρυφτό.

Τα μεσημέρια που ο ύπνος δεν ερχόταν, η γιαγιά κρατούσε πάντα ένα βιβλίο για την εγγονή: «Μην κοιμηθείς, αλλά αν θέλεις μπορείς να διαβάσεις». Γιατί αγαπούσε τα γράμματα και πάντα κάτι διάβαζε: μια εφημερίδα κάθε μέρα, ένα βιβλίο…

Το απόγευμα, που ο ήλιος έπεφτε από τη δύση και στη βεράντα στα ανατολικά ερχόταν η σκιά, με ένα λάστιχο έβρεχε το τσιμέντο να δροσίσει, έβγαζε έξω τις πολυθρόνες και έστρωνε το εμαγιέ τραπεζάκι. Γλυκός καφές για κείνη, μουστοκούλουρα, κρύα βυσσινάδα και σύκα για την εγγονή. Επιανε και το βελονάκι κι έπλεκε –κουρτινάκια για τα παράθυρα, σεμέδες και κουβέρτες για τις εγγονές. Εκείνα τα καλοκαιρινά απογεύματα έρχονταν κι οι φιλενάδες της για τον απογευματινό καφέ. Αλλες με κέντημα, άλλες χωρίς. Επιαναν την ψιλή κουβέντα -για το νοικοκυριό, για τα παιδιά και τα εγγόνια, για τα «πολιτικά». Και κάπως έτσι η κουβέντα ταξίδευε πίσω, στα παλιά, στη δικτατορία, στον εμφύλιο και τις εξορίες, στην Καταστροφή και στα «άγια χώματα». Ολες είχαν έρθει παιδάκια ή βρέφη από τα Βουρλά, τη Σμύρνη, το Λυθρί και τα Αλάτσατα. Ο διωγμός έμοιαζε με εφιάλτη. Η μνήμη όμως ήταν ζωντανή. Κάτι οι παιδικές αναμνήσεις, κάτι οι διηγήσεις των δικών τους γονιών, η Μικρασία ζούσε μέσα τους: Ο χαμός αγαπημένων προσώπων, το σκόρπισμα των οικογενειών ανά την Ελλάδα, αλλά και τα όμορφα χρόνια στην άλλη πατρίδα, αυτήν που τους γέννησε αλλά δεν τους κράτησε. Τα δύσκολα πρώτα χρόνια στην Ελλάδα και ο αγώνας για την επιβίωση. Η προκατάληψη και τα εχθρικά βλέμματα των συμπατριωτών εδώ, που δεν τους δέχτηκαν ως δικούς –«τουρκόσπορους» τους είπαν στην αρχή. Ο αγώνας για να κερδίσουν τη δική τους γωνιά.

«Εμείς στη Σμύρνη τσι λίρες τσι βόσκαμε», τους έλεγαν οι χαμένοι από χρόνια γονείς τους όταν θυμούνταν την καλή ζωή εκεί. Τα αμπέλια που παρήγαν καλό κρασί, το εμπόριο των ξερών σύκων και της σταφίδας, τη Σκάλα στα Βουρλά και την Αγία Φωτεινή στη Σμύρνη. Τη μεγάλη βόλτα στην παραλία της Σμύρνης και τον Τσεσμέ. Τα γλυκά και τα φαγητά. Τα τραγούδια και τις μουσικές, τα οικογενειακά γλέντια, όπου όταν δεν υπήρχε μουσικός στην παρέα, έδιναν τον ρυθμό με τα κουτάλια και το ταψί. Και πού και πού έφευγε κι ένα δάκρυ… Ετσι οι μνήμες αυτές πέρασαν από γενιά σε γενιά. Αυτές οι μνήμες πια τα παιδιά, τα εγγόνια και τα δισέγγονα εκείνων των προσφύγων δεν τα πληγώνουν. Τις κρατάνε όμως ζωντανές, κι ας μην υπάρχουν τα σπίτια στα κτήματα, ούτε τα αμπέλια. Αυτό που έχει μείνει είναι πιο ισχυρό από την ύλη.

Είναι το μάθημα ότι δεν πρέπει να ξεχνάμε. Κάθε φορά που συναντούμε εκπατρισμένους, πρόσφυγες ή μετανάστες, στην άκρη του μυαλού μας ξυπνά -ή πρέπει να ξυπνά- ένα κομμάτι από αυτήν τη βαθιά μνήμη. Κι η σκέψη ότι κάπου άφησαν κι εκείνοι τα δικά τους «άγια χώματα». Κανείς δεν επιλέγει να ξεριζωθεί· η φτώχεια, οι πόλεμοι και οι εμφύλιες συγκρούσεις για κάθε λόγο –κοινωνικό, πολιτικό, οικονομικό, θρησκευτικό ή εθνικιστικό– σπρώχνουν τους ανθρώπους στη φυγή. Η Ελλάδα υπήρξε και είναι σταυροδρόμι. Πάντα δεχόταν κύματα λαών στα εδάφη της –φυγάδων και κατακτητών. Κι εμείς καμαρώνουμε για ό,τι έδωσε στην ανθρωπότητα. Ομως, αν ο πολιτισμός μας είναι σημαντικός, τούτο οφείλεται και στο πέρασμα των λαών και των πολιτισμών τους. Στο αντάμωμα και στο σμίξιμο

Παρασκευή 2 Σεπτεμβρίου 2016

ΑΝ  ΕΙΜΑΣΤΕ ΣΤΟ 1922 ΘΑ ΕΛΕΓΕ ΤΟ ΡΗΝΙΩ (Η ΓΙΑΓΙΑΜΟΥ) ΣΤΟ  ΔΩΔΕΚΑΧΡΟΝΟ ΞΕΡΟΚΕΦΑΛΟ  ΓΙΟ ΤΗΣ ΜΕ ΝΕΥΡΟ  ΕΠΕΙΔΗ ΘΑ ΕΙΧΕ ....ΒΑΜΒΑΚΙΑ ΣΤ ΑΥΤΙΑ ΤΟΥ, ΩΣ ΣΥΝΙΘΩΣ ΤΟ ΕΧΟΝ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ, :ΕΛΑ ΒΡΕ ΜΟΥΡΤΑΚ(ΔΕΝ ΕΝΝΟΟΥΣΕ ΜΟΡΤΑΚΙ) ΑΛΑ ΚΑΤ ΑΛΟ ΣΑΝ ΜΑΛΩΜΑ  ΕΛΑ ΝΑ ΠΑΣ ΣΤΟ ΜΑΝΑΒΗ ΝΑ ΦΕΡΕΙΣ ΚΙ ΑΛΕΣ ΝΤΟΜΑΤΕΣ ΚΑΙ  ΠΙΠΕΡΙΕΣ ΓΙΑΤΙ ΜΑΣ ΠΕΡΙΣΣΕΨΕ ΑΠΟ ΧΘΕΣ ΤΟ ΓΕΜΙΣΜΑ ΚΑΙ ΘΕΛΩ ΝΑ ΜΑΓΕΙΡΕΨΩ ΓΙΑ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΕΤΟΙΜΟ ΤΟ ΦΑΗΙΤΟ ΚΑΙ ΝΑ ΦΑΣ ΣΑΝ ΘΑ ΓΥΡΙΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟ ΚΟΥΛΙΜΠ (ΘΑΛΑΣΣΙΟ ΜΠΑΝΙΟ)!!! Ο ΔΙΚΟΣ ΜΟΥ ΟΜΩΣ Ο ΜΟΥΡΤΑΞ ΠΗΡΕ ΠΡΩΙ ΠΡΩΙ ΤΟΝ ΑΛΑΤΖΑ ΚΑΙ ΠΗΓΕ ΜΕ ΦΙΛΑΡΑΚΙΑ ΓΙΑ ΧΤΑΠΟΔΙΑ ΕΙΠΑ ΜΕΣΑ ΜΟΥ ΑΣ ΤΟ ΑΦΗΣΩ ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΝΑ ΧΑΡΕΙ, ΛΙΓΕΣ ΜΕΡΕΣ ΤΟΥ ΜΕΝΟΥΝ ΜΑΚΡΙΑ ΑΠΟ ΤΑ ΘΡΑΝΙΑ ΠΕΡΙΜΕΝΑ ΠΕΡΙΜΕΝΑ Ο ΜΟΥΡΤΑΞ ΠΟΥΘΕΝΑ ΤΟΝ ΠΕΡΝΩ ΤΗΛΕΦΩΝΟ (Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΣΕ ΟΛΟ ΤΗΣ ΤΟ ΜΕΓΑΛΕΙΟ)  ΜΟΥ ΛΕΕΙ ΤΩΡΑ ΕΙΜΑΙ ΣΤΗ ΚΑΦΕΤΕΡΙΑ ΚΑΙ ΤΡΩΩ ΠΑΓΩΤΟ ΜΟΛΙΣ ΤΟ ΦΑΩ ΘΑ ΠΑΩ ΓΙΑ ΤΙΣ ΝΤΟΜΑΤΕΣ, ΚΑΝΩ ΠΑΛΗ ΥΠΟΜΟΝΗ ΠΕΡΝΑ ΜΙΑ ΜΙΣΗ ΩΡΑ ΚΑΙ ΠΟΥΘΕΝΑ ΟΙ ΝΤΟΜΑΤΕΣ ΤΟΝ ΞΑΝΑΠΕΡΝΩ ΤΗΛΕΦΩΝΟ ΤΩΡΑ ΜΙΛΑΩ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ΜΕΝΑ ΦΙΛΟ ΜΟΥ ΣΤΟ ΣΚΑΪΠ  ΑΡΧΙΣΑ ΝΑ ...ΒΡΑΖΩ ΟΧΙ ΤΟ ΦΑΓΕΙΤΟ ΑΛΑ Η ΑΦΕΝΤΙΑ ΜΟΥ ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΩ ΝΑ ΠΡΕΡΙΜΕΝΩ. ΤΗΛΕΦΩΝΩ ΞΑΝΑ ΤΩΡΑ ΠΑΩ ΝΑ ΠΑΡΩ ΕΝΑΝ ΣΑΛΑΤΖΑ ΑΠΟ ΕΝΑ ΜΑΓΑΖΙ ΓΙΑΤΙ ΜΑΖΙ ΜΕ ΤΟ ΔΟΛΩΜΑ ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΧΤΑΠΟΔΙ ΜΑΣ ΤΡΑΒΙΞΕ ΚΑΙ ΤΟΝ ΣΑΛΑΤΖΑ  ΚΑΙ ΕΓΩ ΤΟΝ ΧΡΙΑΖΟΜΑΙ ΤΟ ΑΠΟΓΕΥΜΑ. ΤΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΟΙ ΝΤΟΜΑΤΕΣ ΗΡΘΑΝ ΣΤΙΣ ΔΥΟ Η ΩΡΑ ΟΤΑΝ ΗΡΘΕ Ο "ΜΟΥΡΤΑΞ"..... ΚΑΤΑΚΟΥΡΑΣΜΕΝΟΣ ΝΑ ΒΑΛΕΙ ΤΟ ΜΑΓΙΩ ΤΟΥ ΓΙΑ ΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ ΤΩΡΑ ΑΚΟΜΑ ΚΟΛΥΜΠΑΕΙ ΤΟ ΦΑΓΕΙΤΟ ΒΡΑΖΕΙ ΚΙ Ο ΜΟΥΡΤΑΞ ΑΜΑ ΘΑ ΕΡΘΕΙ ΘΑ ΜΟΥ ΦΑΕΙ Τ ΑΥΤΙΑ ΕΓΩ ΠΕΙΝΑΩ ΕΓΩ ΠΕΙΝΑΣΑ ΘΕΛΕΙ ΒΡΕΓΜΕΝΗ ΣΑΝΙΔΑ ΣΤΟ.... ΑΝ ΤΟΥ ΤΗΝ ΕΔΕΙΝΑ ΤΙ ΓΙΑΓΙΑ ΘΑ ΕΙΜΟΥΝ!!!!!!!!!!! ΓΙΑ ΦΕΪΣ ΟΥΤΕ ΛΟΓΟΣ ΤΩΡΑ ΞΑΔΙΑΣΑ ΠΟΥ ΘΑ ΛΕΓΕ ΚΑΙ ΤΟ ΡΗΝΙΩ Η ΓΙΑΓΙΑ ΜΟΥ

Δευτέρα 22 Αυγούστου 2016

ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΝΕΑΣ ΕΣΟΔΕΙΑΣ ΤΡΑΧΑΝΑΣ ΜΑΣΧΟΜΥΡΙΣΤΟΣ ΕΒΡΑΣΕ ΣΤΟ ΤΣΟΥΚΑΛΙ  ΑΓΓΑΛΙΤΣΕΣ ΜΕ ΨΑΡΑΚΙΑ ΣΚΟΡΠΙΟΥΣ ΑΠΟ ΤΟ ΔΙΚΟ ΜΑΣ ΨΑΡΑ ΦΡΕΣΚΟΤΑΤΑ ΚΙ ΑΥΤΑ, ΜΟΣΧΟΜΥΡΙΖΟΥΝ ΦΡΕΣΚΑΔΑ!!!!!!! ΤΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΑΥΤΟ ΤΟ ΠΙΑΤΟ, ΠΙΑΤΟ ΓΙΑ ΚΑΛΟΦΑΓΑΔΕΣ!!!!!!!!!!!!!!! ΚΑΛΟ ΜΑΣ ΜΕΣΗΜΕΡΙ ,ΚΑΛΗ ΜΑΣ ΟΡΕΞΗ ΦΙΛΟΙ ΜΟΥ

Δευτέρα 8 Αυγούστου 2016


"ΚΑΛΟ ΕΜΑΘΕ Η ΓΡΙΑ ΣΤΑ ΣΥΚΑ ΚΙ ΟΛΗ ΜΕΡΑ ΤΑ ΑΝΑΖΗΤΑ" ΕΛΕΓΑΝ ΠΑΛΙΑ (ΜΠΟΡΕΙ ΚΑΙ ΤΩΡΑ,)  ΜΕ ΛΥΓΑ ΛΟΓΙΑ Η ΣΥΚΙΑ  ΕΚΕΙ ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ ΚΟΝΤΑ ΣΤΟ ΠΕΤΑΛΙΔΙ ΜΑΣ ΠΕΡΜΕΝΕ ΚΑΙ  ΣΑΝ ΠΑΛΟΙ ΓΝΩΡΙΜΟΙ ΠΟΥ ΕΙΜΑΣΤΕ ΠΙΑ ΜΑΣ ΧΑΡΙΣΕ ΛΥΓΑ ΣΥΚΑΛΑΚΙΑ!!!!! Η ΕΝΤΟΛΗ ΟΜΩΣ ΛΕΕΙ:"ΟΥ ΚΛΕΨΕΙΣ" ΚΑΙ Η ΤΥΜΩΡΙΑ ΗΡΘΕ!!!!!!!!!! ΕΚΕΙ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ ΜΕΣΑ ΠΑΡΑΜΟΝΕΒΕ ΜΙΑ "ΤΣΟΥΧΤΡΑ ΚΑΙ ΕΚΑΝΕ ΤΟ ΠΟΔΙ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ....
ΦΟΥΡΤΟΥΝΕΣ ΜΑΣ ΒΡΗΚΑΝ ΜΕΤΑ, ΓΙΑΥΤΟ ΟΙ ΕΝΤΛΕΣ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΤΗΡΟΥΝΤΕ!!!!!!!!!!!!!!!!!
 ΚΑΛΗΣΠΕΡΑ ΣΕ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ